- εκπετήσιμος
- ἐκπετήσιμος, -ον (Α)1. (για νεοσσό) αυτός που μπορεί να πετάξει2. (για κοπέλα) η ώριμη για γάμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπετησίμους — ἐκπετήσιμος ready to fly out of the nest masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπετήσιμα — ἐκπετήσιμος ready to fly out of the nest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπετήσιμοι — ἐκπετήσιμος ready to fly out of the nest masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)